- κακοράβω
- κακόραψα, κακοράφτηκα, κακοραμμένος, ράβω κάτι άσχημα: Το κοστούμι σου είναι κακοραμμένο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακοράβω — και κακορράβω 1. ράβω κάτι άσχημα, άτσαλα, ελαττωματικά 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) κακοραμμένος, η, ο ραμμένος άσχημα, ελαττωματικά … Dictionary of Greek
ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε … Dictionary of Greek